δεκατώνης

δεκατώνης
δεκατώνης
tithe-farmer
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • δεκατώνης — δεκατώνης, ο (Α) ο ενοικιαστής τού φόρου τής δεκάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < δεκάτη + ώνης < ωνούμαι «αγοράζω» (πρβλ. ισχαδώνης, σιτώνης)] …   Dictionary of Greek

  • δεκατῶναι — δεκατώνης tithe farmer masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεκατώνιον — δεκατώνιον, το (Α) [δεκατώνης] το γραφείο τών δεκατωνών …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”